υποχρεωτικός
[ipoxreotiˈkos], υποχρεωτική, υποχρεωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- obligatorisch, Pflicht-υποχρεωτικόςυποχρεωτικός
- verbindlichυποχρεωτικός δεσμευτικόςυποχρεωτικός δεσμευτικός
ejemplos
- υποχρεωτική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich fPflichtübungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υποχρεωτική διάλεξηθηλυκό | Femininum, weiblich fPflichtvorlesungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υποχρεωτική είσπραξηθηλυκό | Femininum, weiblich f φόρου οικονομία | WirtschaftοικονZwangsabgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos