επίσκεψη
[eˈpiskjepsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Besuchαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπίσκεψηεπίσκεψη
- Besichtigungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίσκεψη πόλης, εκκλησίαςεπίσκεψη πόλης, εκκλησίας
ejemplos
-
- επίσκεψη αβροφροσύνηςHöflichkeitsbesuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επίσκεψη ασθενούςKrankenbesuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos