„υπερτερώ“: αμετάβατο ρήμα υπερτερώ [iperteˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) überlegen sein überlegen sein (γενική | Genitivgen /δοτική | Dativ dat) υπερτερώ υπερτερώ