„τσιμουδιά“: θηλυκό τσιμουδιά [tsimuˈðja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Mucks Mucksαρσενικό | Maskulinum, männlich m τσιμουδιά τσιμουδιά ejemplos δεν βγάζω τσιμουδιά keinen Mucks von sich geben δεν βγάζω τσιμουδιά