τράβηγμα
[ˈtraviɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Ziehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nτράβηγματράβηγμα
ejemplos
- τραβήγματαGezerreουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- τραβήγματα οικείο | umgangssprachlichοικÄrgerαρσενικό | Maskulinum, männlich mUnannehmlichkeitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl