συναισθηματικός
[sinesθimatiˈkos], συναισθηματική, συναισθηματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gefühls-συναισθηματικόςσυναισθηματικός
- sentimental, rührseligσυναισθηματικός ταινία, μυθιστόρημα, κτλσυναισθηματικός ταινία, μυθιστόρημα, κτλ
- emotionalσυναισθηματικός ψυχολογία | Psychologieψυχολσυναισθηματικός ψυχολογία | Psychologieψυχολ
ejemplos
- συναισθηματική αναταραχήθηλυκό | Femininum, weiblich fGefühlsregungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συναισθηματική αξίαθηλυκό | Femininum, weiblich fErinnerungswertαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συναισθηματική έκρηξηθηλυκό | Femininum, weiblich fGefühlsausbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos