„Einfühlungsvermögen“: Neutrum, sächlich EinfühlungsvermögenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) συναισθηματική ταύτιση, κατανόηση συναισθηματική ταύτισηFemininum, weiblich | θηλυκό f Einfühlungsvermögen κατανόηση Einfühlungsvermögen Einfühlungsvermögen