συγκαταβατικός
[siŋgatavatiˈkos], συγκαταβατική, συγκαταβατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- nachgiebig, entgegenkommendσυγκαταβατικόςσυγκαταβατικός