„nachgiebig“: Adjektiv nachgiebigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) υποχωρητικός, συγκαταβατικός υποχωρητικός, συγκαταβατικός nachgiebig nachgiebig