σκάρα
[ˈskara]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Trägerαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκάρασκάρα
- Grillαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκάρα γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρσκάρα γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
ejemplos
- σκάρα αυτοκινήτουDachgepäckträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σκάρα του ποδηλάτουFahrradgepäckträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m