Träger
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; ->Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- φορέαςMaskulinum, männlich | αρσενικό mTräger auch | και, επίσηςa. Medizin | ιατρικήMEDTräger auch | και, επίσηςa. Medizin | ιατρικήMED
- χαμάληςMaskulinum, männlich | αρσενικό mTräger LastenträgerTräger Lastenträger
- τιράνταFemininum, weiblich | θηλυκό fTräger KleidTräger Kleid
- φορέαςMaskulinum, männlich | αρσενικό m δεδομένωνTräger Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTTräger Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT
- υποστήριγμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nTräger Technik | τεχνικήTECHστυλοβάτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό mTräger Technik | τεχνικήTECHTräger Technik | τεχνικήTECH