„πριν“: επίρρημα πριν [prin]επίρρημα | Adverb adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) vorher, zuvor, vorhin, früher vorher, zuvor πριν νωρίτερα πριν νωρίτερα vorhin πριν πριν από μια στιγμή πριν πριν από μια στιγμή früher πριν παλαιότερα πριν παλαιότερα ejemplos πριν από vor (+αιτιατική | +Akkusativ+akk /+δοτική | +Dativ +dat) (+αιτιατική | +Akkusativ+akk /+δοτική | +Dativ +dat) πριν από πριν (από) μερικές ημέρες vor ein paar Tagen πριν (από) μερικές ημέρες από πριν von vornherein από πριν πριν από λίγο, λίγο πιο πριν kurz zuvor πριν από λίγο, λίγο πιο πριν ocultar ejemplosmostrar más ejemplos „πριν“: σύνδεσμος πριν [prin]σύνδεσμος | Konjunktion, Bindewort konj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bevor... ehe ich es vergesse... ejemplos πριν (να) bevor, ehe πριν (να) πριν το ξεχάσω ehe ich es vergesse πριν το ξεχάσω