περιεκτηκότητα
[periektiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεριεκτηκότηταπεριεκτηκότητα
ejemplos
- περιεκτικότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f αλατιούSalzgehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- περιεκτικότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f αλκοόλAlkoholgehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- περιεκτικότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f νικοτίνηςNikotingehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos