„πεπιεσμένος“ πεπιεσμένος [pepiezˈmenos], πεπιεσμένη, πεπιεσμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) komprimiert komprimiert πεπιεσμένος πεπιεσμένος ejemplos πεπιεσμένος αέραςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Druckluftθηλυκό | Femininum, weiblich f πεπιεσμένος αέραςαρσενικό | Maskulinum, männlich m πεπιεσμένος αέραςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Pressluftθηλυκό | Femininum, weiblich f πεπιεσμένος αέραςαρσενικό | Maskulinum, männlich m