„αέρας“: αρσενικό αέρας [aˈeras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Luft, Wind, selbstsicheres Auftreten Luftθηλυκό | Femininum, weiblich f αέρας της ατμόσφαιρας αέρας της ατμόσφαιρας Windαρσενικό | Maskulinum, männlich m αέρας άνεμος αέρας άνεμος selbstsicheres Auftretenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αέρας ύφος αέρας ύφος ejemplos έχει αέρα es ist windig έχει αέρα αέρας εξόδου τεχνική | Technikτεχν Abluftθηλυκό | Femininum, weiblich f αέρας εξόδου τεχνική | Technikτεχν