παρουσία
[paruˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Anwesenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρουσίαGegenwartθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρουσίαπαρουσία
- Erscheinungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρουσία εμφάνισηπαρουσία εμφάνιση