„bemerkbar“: Adjektiv bemerkbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αισθητός, αντιληπτός αισθητός, αντιληπτός bemerkbar bemerkbar ejemplos sich bemerkbar machen κάνω αισθητή την παρουσία μου sich bemerkbar machen