παράλληλος
[paˈralilos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, παράλληλη, παράλληλοVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- parallel.παράλληλοςπαράλληλος
ejemplos
- παράλληλη τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich fParallelklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
παράλληλος
[paˈralilos]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Paralleleθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράλληλος μαθηματικά | Mathematikμαθ γεωγραφία | Geografieγεωγρπαράλληλος μαθηματικά | Mathematikμαθ γεωγραφία | Geografieγεωγρ