Traducción Griego-Alemán para "τάξη"

"τάξη" en Alemán

τάξη
[ˈtaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Ordnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τάξη το αντίθετο της αταξίας, σύστημα
    τάξη το αντίθετο της αταξίας, σύστημα
  • Reihenfolgeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τάξη σειρά
    τάξη σειρά
  • Klasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τάξη σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ σχολείου, φορολογική
    τάξη σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ σχολείου, φορολογική
  • Standαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τάξη κοινωνική
    τάξη κοινωνική
  • Rangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τάξη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ σε ιεραρχία
    τάξη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ σε ιεραρχία
ejemplos
  • κοινωνική τάξη
    soziale Schichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κοινωνική τάξη
  • πρώτης τάξεως
    πρώτης τάξεως
  • τάξη αποφοίτησης
    Abschlussklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τάξη αποφοίτησης
εργατική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Arbeiterklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
εργατική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανώτερη τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Oberschichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανώτερη τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ιεραρχική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Rangfolgeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ιεραρχική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
αστική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Bürgertumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αστική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
όλη η τάξη
die gesamte
όλη η τάξη
διεθνής τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Weltordnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
διεθνής τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
παράλληλη τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Parallelklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
παράλληλη τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανακαλώ στην τάξη
ανακαλώ στην τάξη
κοινωνική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
κοινωνική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ειδική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Förderklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
ειδική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
όλη η τάξη
ganze Klasse
όλη η τάξη
μεσαία τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Mittelklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
Mittelstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μεσαία τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμμονή με την τάξη
Ordnungsliebeθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμμονή με την τάξη
η άρχουσα τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
die herrschende Klasse
η άρχουσα τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
εχθρικός προς την εργατική τάξη
εχθρικός προς την εργατική τάξη

¡Denos su opinión!

¿Qué le parece el diccionario en línea de Langenscheidt?

¡Muchas gracias por su valoración!

¿Tiene algún comentario sobre nuestros diccionarios en línea?

¿Falta alguna traducción, hay algún error o quiere elogiar nuestra labor? Rellene el formulario con sus comentarios. Indicar el correo electrónico es opcional y, conforme a nuestra política de privacidad, solo se utilizará para responder a su consulta.

Por favor, confirme que es usted una persona marcando la casilla de confirmación.*

*Campo obligatorio

Por favor, complete los campos marcados.

¡Muchas gracias por su comentario!

Visítenos en: