παράγω
[paˈraɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- erzeugen, herstellenπαράγω προϊόνπαράγω προϊόν
- παράγω γη
- produzierenπαράγω βιολογία | Biologieβιολπαράγω βιολογία | Biologieβιολ
- erzeugenπαράγω φυσπαράγω φυσ
- schaffenπαράγω δημιουργώπαράγω δημιουργώ
- ableitenπαράγω γραμματική | Grammatikγραμμπαράγω γραμματική | Grammatikγραμμ