„παγερός“ παγερός [pajeˈros], παγερή, παγερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) eisig, eiskalt, frostig eisig, eiskalt, frostig παγερός ματιά, συμπεριφορά παγερός ματιά, συμπεριφορά