ξύλινος
[ˈksilinos], ξύλινη, ξύλινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
-
- ξύλινο αλογάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchaukelpferdουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ξύλινο άλογοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSteckenpferdουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos