κύβος
[ˈkjivos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Würfelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκύβοςκύβος
ejemplos
- ζάχαρηθηλυκό | Femininum, weiblich f σε κύβουςWürfelzuckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κύβος σούπαςSuppenwürfelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κύβος του ΡούμπικZauberwürfelαρσενικό | Maskulinum, männlich m