ξεπαγιάζω
[ksepaˈjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- durchfrierenξεπαγιάζω παγώνω εντελώςξεπαγιάζω παγώνω εντελώς
- erfrierenξεπαγιάζω μύτη, δάχτυλαξεπαγιάζω μύτη, δάχτυλα
ξεπαγιάζω
[ksepaˈjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -σμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- durchfrieren lassenξεπαγιάζω κάνω να παγώσειξεπαγιάζω κάνω να παγώσει