„erfrieren“: intransitives Verb erfrierenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) πεθαίνω από το κρύο, ξεπαγιάζω, καίγομαι από την παγωνιά παθαίνω κρυοπάγημα πεθαίνω από το κρύο, ξεπαγιάζω erfrieren Person erfrieren Person καίγομαι από την παγωνιά erfrieren Pflanze erfrieren Pflanze παθαίνω κρυοπάγημα erfrieren Körperteil erfrieren Körperteil