„μόνος“ μόνος [ˈmonos], μόνη, μόνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einsam, einzig, allein allein(e) μόνος μοναχός μόνος μοναχός einsam μόνος που αισθάνεται μοναξιά μόνος που αισθάνεται μοναξιά einzig μόνος μοναδικός μόνος μοναδικός ejemplos (από) μόνος μου von selbst, von allein (από) μόνος μου το μόνο σωστό das einzig Richtige το μόνο σωστό αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας das können wir selber machen αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας