μέσω
[ˈmeso]πρόθεση | Präposition, Verhältniswort präp <+γενική | +Genitiv+gen>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- durch (+αιτιατική | +Akkusativ+akk)μέσω δια μέσουmittels (+γενική | +Genitiv+gen)μέσω δια μέσουμέσω δια μέσου