αντίληψη
[anˈdilipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Wahrnehmungθηλυκό | Femininum, weiblich fαντίληψη ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείςαντίληψη ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς
- Ansichtθηλυκό | Femininum, weiblich fαντίληψη άποψηAuffassungθηλυκό | Femininum, weiblich fαντίληψη άποψηαντίληψη άποψη
ejemplos
- αντιλήψειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl περί ηθικήςMoralvorstellungenπληθυντικός | Plural pl
- αντίληψη γεύσηςGeschmackswahrnehmungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αντίληψη ηθικών αξιώνWertvorstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos