„λαχείο“: ουδέτερο λαχείο [laˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Lotterie, Los (Lotterie-)Losουδέτερο | Neutrum, sächlich n λαχείο δελτίο λαχείο δελτίο Lotterieθηλυκό | Femininum, weiblich f λαχείο παιχνίδι λαχείο παιχνίδι ejemplos λαχειοφόρος αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f Lotterieθηλυκό | Femininum, weiblich f λαχειοφόρος αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f