„κρεβάτι“: ουδέτερο κρεβάτι [kreˈvati]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Bett Bettουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρεβάτι κρεβάτι ejemplos πάω στο κρεβάτι schlafen gehen, zu Bett gehen πάω στο κρεβάτι κρεβάτι επισκέπτη Gästebettουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρεβάτι επισκέπτη κρεβάτι με ουρανό Himmelbettουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρεβάτι με ουρανό κρεβάτι ξενοδοχείου Hotelbettουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρεβάτι ξενοδοχείου κρεβάτι του πόνου Krankenbettουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρεβάτι του πόνου ocultar ejemplosmostrar más ejemplos