„καναπές“: αρσενικό καναπές [kanaˈpes]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-έδες> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Couch, Sofa Couchθηλυκό | Femininum, weiblich f καναπές Sofaουδέτερο | Neutrum, sächlich n καναπές καναπές ejemplos καναπές γωνία Sofaeckeθηλυκό | Femininum, weiblich f καναπές γωνία καναπές κρεβάτι Schlafcouchθηλυκό | Femininum, weiblich f Bettcouchθηλυκό | Femininum, weiblich f καναπές κρεβάτι