κοροϊδεύω
[koroiˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (ver)spotten, verhöhnenκοροϊδεύω χλευάζωκοροϊδεύω χλευάζω
- κοροϊδεύω δουλεύω
- κοροϊδεύω περιγελώ
- hereinlegen, betrügenκοροϊδεύω εξαπατώκοροϊδεύω εξαπατώ