„κινδυνεύω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα κινδυνεύω [kjinðiˈnevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) in Gefahr sein, Gefahr laufen, riskieren in Gefahr sein κινδυνεύω βρίσκομαι σε κίνδυνο κινδυνεύω βρίσκομαι σε κίνδυνο Gefahr laufen (να zu) κινδυνεύω διακινδυνεύω riskieren κινδυνεύω διακινδυνεύω κινδυνεύω διακινδυνεύω ejemplos κινδυνεύει η ζωή μου in Lebensgefahr schweben κινδυνεύει η ζωή μου