καταφέρνω
[kataˈferno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- καταφέρνω κατορθώνω
- herumkriegenκαταφέρνω πείθω οικείο | umgangssprachlichοικκαταφέρνω πείθω οικείο | umgangssprachlichοικ
- es fertigbringenκαταφέρνω τα βγάζω πέρακαταφέρνω τα βγάζω πέρα