κατάλυμα
[kaˈtalima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Quartierουδέτερο | Neutrum, sächlich nκατάλυμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατUnterkunftθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάλυμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατκατάλυμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
ejemplos
- κατάλυμα έκτακτης ανάγκηςNotunterkunftθηλυκό | Femininum, weiblich f