καθόλου
[kaˈθolu]επίρρημα | Adverb advVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- überhauptκαθόλου χωρίς άρνησηκαθόλου χωρίς άρνηση
- (ganz und) gar nicht, überhaupt nicht, keineswegsκαθόλου με άρνησηκαθόλου με άρνηση