ζήλια
[ˈziʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Neidαρσενικό | Maskulinum, männlich mζήλια φθόνοςζήλια φθόνος
- Eifersuchtθηλυκό | Femininum, weiblich fζήλια ζηλοτυπίαζήλια ζηλοτυπία