„Neid“: Maskulinum, männlich NeidMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ζήλια, φθόνος ζήλιαFemininum, weiblich | θηλυκό f Neid φθόνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Neid Neid ejemplos aus Neid από ζήλια, από φθόνο aus Neid das muss ihm der Neid lassen αυτό πρέπει να του το αναγνωρίσουμε das muss ihm der Neid lassen