ευρωπαϊκός
[evropaiˈkos], ευρωπαϊκή, ευρωπαϊκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- europäisch, Europa-ευρωπαϊκόςευρωπαϊκός
ejemplos
- Ευρωπαϊκήθηλυκό | Femininum, weiblich f Σύμβαση Ανθρωπίνων ΔικαιωμάτωνEuropäische Menschenrechtskonventionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Ευρωπαϊκή Ένωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fEuropäische Unionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Ευρωπαϊκή Επιτροπήθηλυκό | Femininum, weiblich fEuropäische Kommissionθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos