κύπελλο
[ˈkjipelo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Becherαρσενικό | Maskulinum, männlich mκύπελλο για ποτόκύπελλο για ποτό
- Pokalαρσενικό | Maskulinum, männlich mκύπελλο έπαθλοκύπελλο έπαθλο
ejemplos
- κύπελλο UEFAUEFA-Cupαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κύπελλο ΕυρώπηςEuropapokalαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κύπελλο μπύραςBierkrugαρσενικό | Maskulinum, männlich m