ευπάθεια
[efˈpaθia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Anfälligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευπάθεια ευαισθησία στις ασθένειεςEmpfindlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευπάθεια ευαισθησία στις ασθένειεςευπάθεια ευαισθησία στις ασθένειες