αδυναμία
[aðinaˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Schwächeθηλυκό | Femininum, weiblich fαδυναμίαHilflosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαδυναμίααδυναμία
- Kraftlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαδυναμίααδυναμία
- Schwächeθηλυκό | Femininum, weiblich f (σε für)αδυναμία ιδιαίτερη προτίμηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαδυναμία ιδιαίτερη προτίμηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
- αδυναμία μνήμηςGedächtnisschwächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αδυναμία όρασηςSehschwächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αδυναμία συγκέντρωσηςKonzentrationsschwächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos