„επίπεδος“ επίπεδος [eˈpipeðos], επίπεδη, επίπεδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) flach, eben flach, eben επίπεδος επίπεδος ejemplos επίπεδη στέγηθηλυκό | Femininum, weiblich f Flachdachουδέτερο | Neutrum, sächlich n επίπεδη στέγηθηλυκό | Femininum, weiblich f