εορταστικός
[eortastiˈkos], εορταστική, εορταστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- εορταστικές εκδηλώσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplFeierθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εορταστική ατμόσφαιραθηλυκό | Femininum, weiblich fFesttagsstimmungθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos