ατμόσφαιρα
[atˈmosfera]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Atmosphäreθηλυκό | Femininum, weiblich fατμόσφαιραατμόσφαιρα
- Stimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fατμόσφαιρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφατμόσφαιρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
- ατμόσφαιρα παρακμήςUntergangsstimmungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ατμόσφαιρα της γηςErdatmosphäreθηλυκό | Femininum, weiblich f