εξάγω
[eˈksaɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <εξήγαγα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- herausnehmenεξάγω βγάζωεξάγω βγάζω
- ziehenεξάγω δόντιεξάγω δόντι
- ausführen, exportierenεξάγω εμπόριο | Handelεμπεξάγω εμπόριο | Handelεμπ
- auswerfenεξάγω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ ντιβιντίεξάγω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ ντιβιντί
ejemplos
- hinausschmuggeln aus