„ενεργός“ ενεργός [enerˈɣos], ενεργή, ενεργόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) aktiv aktiv ενεργός κ. ηφαίστειο ενεργός κ. ηφαίστειο ejemplos έχω ενεργό ρόλο aktiv beteiligt sein έχω ενεργό ρόλο