„εμπορικό“: ουδέτερο εμπορικό [emboriˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Geschäft, Laden Geschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n εμπορικό Ladenαρσενικό | Maskulinum, männlich m εμπορικό εμπορικό