έτος
[ˈetos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Jahrουδέτερο | Neutrum, sächlich nέτος χρόνος διοικητικός όρος | amtlichδιοικέτος χρόνος διοικητικός όρος | amtlichδιοικ
- Jahrgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mέτος χρονιάέτος χρονιά
ejemplos
- δίσεκτο έτοςSchaltjahrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ενός έτους
-
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos