„δύσκαμπτος“ δύσκαμπτος [ˈðiskamptos], δύσκαμπτη, δύσκαμπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schwer zu biegen, unbiegsam, steif, starr, hart schwer zu biegen, unbiegsam δύσκαμπτος δύσκαμπτος steif, starr, hart δύσκαμπτος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ δύσκαμπτος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ